Εκδήλωση SnD στην Αθήνα: Κλιματική Αλλαγή και Περιβαλλοντική Πολιτική - Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ

04/04/2025

«Βιώσιμη και ανθεκτική περιβαλλοντική πολιτική σε έναν κόσμο που έχει ήδη αλλάξει»

Σε μια περίοδο που η κλιματική κρίση αγγίζει πλέον κάθε πτυχή της καθημερινότητας, με την υπερθέρμανση του πλανήτη να ξεπερνά για πρώτη φορά στην ιστορία το κρίσιμο όριο των +1,5°C από την προβιομηχανική εποχή, το ΠΑΣΟΚ καταθέτει μια ρεαλιστική, τεκμηριωμένη και φιλόδοξη πρόταση για την περιβαλλοντική πολιτική της χώρας.

Όπως τόνισε ο βουλευτής Ανατολικής Αττικής του ΠΑΣΟΚ και υπεύθυνος του κοινοβουλευτικού τομέα Περιβάλλοντος, Μανώλης Χριστοδουλάκης «Η πράσινη μετάβαση δεν μπορεί να είναι ούτε αποσπασματική ούτε συγκυριακή. Απαιτεί πολιτική βούληση, θεσμική οργάνωση, κανόνες, διαφάνεια, απαλευθέρωση της υγιούς επιχειρηματικότητας και κοινωνική συνευθύνη».

Η στρατηγική μας για την περιβαλλοντική πολιτική στηρίζεται σε τέσσερις βασικούς άξονες:

  • την πρόληψη και προστασία για τη διαχείριση των δασών και τη θωράκιση της βιοποικιλότητας
  • την ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων, με έμφαση στην υδατική επάρκεια και την αντιπλημμυρική θωράκιση
  • τη βιώσιμη διαχείριση απορριμμάτων με έμφαση στην ανακύκλωση και την κυκλική οικονομία και
  • την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με κανόνες, χωροταξικό σχεδιασμό, κοινωνική και περιβαλλοντική ισορροπία.

«Πρέπει να ανατρέψουμε την προτεραιοποίηση της καταστολής και να επενδύσουμε στην πρόληψη», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Χριστοδουλάκης, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ισότιμη κατανομή των πόρων μεταξύ πρόληψης και καταστολής. Παράλληλα, έδωσε έμφαση στην ενίσχυση της Δασικής Υπηρεσίας και την αξιοποίηση της τεχνολογίας (drones, αισθητήρες, ψφιακή χαρτογράφηση δρόμων), ενώ έθεσε στο επίκεντρο τη σύνδεση των δασών με την τοπική οικονομία, μέσω δραστηριοτήτων όπως η μελισσοκομία, η δασοκομία και ο οικοτουρισμός.

Στον τομέα του νερού, εστίασε σε μοντέλα επαναχρησιμοποίησης του νερού και την ενίσχυση των υποδομών. «Χρειαζόμαστε μια Ανεξάρτητη Αρχή για το Νερό που θα εγγυάται τη διαφάνεια και την επιστημονική τεκμηρίωση», δήλωσε σχετικά ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ.

Για τη διαχείριση απορριμμάτων, η πρόταση στοχεύει στην ενίσχυση της ανακύκλωσης, σύγχρονες υποδομές, εφαρμογή κινήτρων για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις καθώς και ενίσχυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με τεχνογνωσία και προσωπικό. «Με στοχευμένες επενδύσεις, ενισχυμένους ελεγκτικούς μηχανισμούς και συμμετοχή των πολιτών, η χώρα μπορεί να περάσει από το σημερινό, ξεπερασμένο μοντέλο ταφής σε ένα σύγχρονο και βιώσιμο σύστημα διαχείρισης απορριμμάτων με στροφή προς την κυκλική οικονομία».

Αναφορικά με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, βασική αρχή παραμένει ο σεβασμός στο περιβάλλον και η αποτροπή της άναρχης χωροθέτησης. «Η έλλειψη διαφάνειας και συμμετοχής των πολιτών αποτελεί πρόβλημα στον σχεδιασμό των ΑΠΕ. Οι διαδικασίες είναι συχνά γραφειοκρατικές και αδιαφανείς, γεγονός που οδηγεί σε καχυποψία και αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες. Η ενίσχυση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης στη διαχείριση των ενεργειακών έργων, θα βοηθήσει στην καλύτερη ένταξη των ΑΠΕ στις τοπικές κοινωνίες».

Άσκησε κριτική στην κυβερνητική πολιτική με αναφορά στις επιλογές της για το τέλος ταφής, τις συνενώσεις των ΦΟΔΣΑ, την προώθηση ενός ιδιωτικο-οικονομικού μοντέλου τιμολόγησης του νερού, τον ωμό εκβιασμό για συγχωνεύσεις των ΔΕΥΑ, ακόμα και τη στρατηγική της ΝΔ για τον Νέο Οικοδομικό Σχεδιασμό. «Όλα αυτά καταδεικνύουν ένα κλειστό σύστημα αποφάσεων, με όρους υπερσυγκεντρωτισμού, που αποφασίζει ερήμην των τοπικών κοινωνιών, απαξιώνοντας την αυτοδιοίκηση χωρίς τις στοιχειώδεις διαδικασίες διαβούλευσης και επιστημονικής τεκμηρίωσης και προχωρά σε αποσπασματικές παρεμβάσεις που συγκρούονται πολλές φορές ακόμη και με το ίδιο το Σύνταγμα. Μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν μια μικρή ελίτ οικονομικών και εργολαβικών συμφερόντων».

Η περιβαλλοντική πολιτική απαιτεί κανόνες, διαφάνεια, λογοδοσία, απελευθέρωση των υγιών παραγωγικών δυνάμεων και κοινωνική συνευθύνη, ώστε η προστασία του περιβάλλοντος να συμβαδίζει με τη βιώσιμη ανάπτυξη και την υγιή επιχειρηματικότητα, διασφαλίζοντας ότι η περιβαλλοντική πολιτική θα υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. «Μόνο το ΠΑΣΟΚ μπορεί

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η κλιματική κρίση έχει καταστεί ένα από τα πιο επείγοντα και κρίσιμα ζητήματα του 21ου αιώνα, με τη συνέχιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη να προκαλεί σοβαρές και διαρκώς επιδεινούμενες επιπτώσεις. Το 2024, με τη θερμοκρασία να ξεπερνά για πρώτη φορά τους 1,5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο έντονο και δύσκολα αναστρέψιμο χωρίς άμεση δράση. Η αποτυχία της COP29 στα θέματα χρηματοδότησης και μηχανισμού επιβολής μέτρων για την πράσινη μετάβαση, καθώς  και η μονομερής αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία των Παρισίων ή η καθυστέρηση της ΕΕ να διατυπώσει το κλιματικό της στόχο για το 2040, εντείνουν την αβεβαιότητα και την απογοήτευση, υπογραμμίζοντας την έλλειψη πολιτικής βούλησης και συνεργασίας.

Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ για την περιβαλλοντική πολιτική της Ελλάδας

Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, το ΠΑΣΟΚ προτείνει μια φιλόδοξη και ρεαλιστική στρατηγική για την περιβαλλοντική πολιτική της Ελλάδας, θέτοντας την πράσινη μετάβαση στο επίκεντρο της πολιτικής ατζέντας, αναγνωρίζοντας τη σημασία του να προχωρήσουμε σε μια ολιστική και ολοκληρωμένη πρόταση, με ιδιαίτερη έμφαση στις ανάγκες της χώρας. Οι τέσσερις βασικοί άξονες αναφοράς καλύπτουν τους ακόλουθους κρίσιμους τομείς:

Προστασία των δασών, της βιοποικιλότητας και των δασικών οικοσυστημάτων
Διαχείριση των υδατικών πόρων, με έμφαση στην υδατική επάρκεια και την αντιπλημμυρική θωράκιση
Βιώσιμη διαχείριση απορριμμάτων με έμφαση στην ανακύκλωση και την κυκλική οικονομία
Ανάπτυξη των ΑΠΕ με κανόνες, χωροταξικό σχεδιασμό, κοινωνική και περιβαλλοντική ισορροπία 

Η στρατηγική για την προστασία των δασών

Η διαχείριση των δασών και των δασικών οικοσυστημάτων είναι κρίσιμη για την προστασία της βιοποικιλότητας, τη διασφάλιση των φυσικών πόρων και την πρόληψη των φυσικών καταστροφών, όπως οι πυρκαγιές. Η στρατηγική που προτείνουμε εστιάζει στη μετατόπιση της έμφασης από την καταστολή στις προληπτικές δράσεις, κάτι που είναι απολύτως αναγκαίο για την ενίσχυση της δασικής ανθεκτικότητας και τη μείωση των κινδύνων από πυρκαγιές.

Προτείνουμε την αύξηση της χρηματοδότησης για την πρόληψη στο 50% της συνολικής χρηματοδότησης, καθώς πιστεύουμε ότι  είναι καθοριστική για την αποτελεσματικότητα της πολιτικής. Μετατρέπουμε την ισορροπία μεταξύ των πόρων για την καταστολή και την πρόληψη, από 80%-20% που είναι σήμερα, σε 50%-50%. Άλλωστε η πρόληψη είναι πιο αποδοτική και λιγότερο δαπανηρή μακροπρόθεσμα από την καταστολή. Αντί να επενδύουμε κυρίως στην κατάσβεση, είναι κρίσιμο να επικεντρωθούμε στην αναγκαία προετοιμασία, όπως η καθαριότητα των δασών, η υλοτομία επικίνδυνων δέντρων, και η πρόληψη από το έδαφος και τον αέρα, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι.

Η ανάγκη για καλύτερο συντονισμό μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων είναι εξίσου σημαντική. Ο κατακερματισμός της διαχείρισης των δασών, με τους 45 εμπλεκόμενους φορείς και τους αντίστοιχους 17 που εμπλέκονται στην καταστολή των πυρκαγιών, με 6 συναρμόδια Υπουργεία, δυσχεραίνει τις ενέργειες και δημιουργεί διοικητικά προβλήματα.  Ως ΠΑΣΟΚ προτείνουμε διαχρονικά την ενίσχυση της Δασικής Υπηρεσίας με αναβαθμισμένο, που θα αναλάβει το πλαίσιο των δράσεων συντονισμού των απαιτούμενων ενεργειών, σε συνεργασία με την πυροσβεστική υπηρεσία, την τοπική αυτοδιοίκηση και τις εθελοντικές οργανώσεις.

Η εμπλοκή της Πυροσβεστικής για προληπτικές δράσεις, όπως οι καθαρισμοί και οι υλοτομίες, είναι μια αναγκαία στρατηγική, που θα συμβάλει στην καλύτερη εξοικείωση των πυροσβεστών με το δασικό περιβάλλον και στην αναγκαία υποστήριξη της διαχείρισης των δασικών οικοσυστημάτων. Επιπλέον, η εμπλοκή εποχικών πυροσβεστών και εκτός αντιπυρικής περιόδου αποτελεί μια λύση που ενισχύει τις προληπτικές δράσεις και αντίστοιχα εισφέρει στην εκπαίδευση και εξοικείωση τους με το δασικό περιβάλλον.

Εξίσου κρίσιμη κρίνεται η βελτίωση της προσβασιμότητας των δασών για την ταχύτητα των επεμβάσεων σε περίπτωση πυρκαγιάς. Η ανάπτυξη και συντήρηση δασικών δρόμων, σε συνδυασμό με την ψηφιακή χαρτογράφηση του δικτύου των δασικών και αγροτικών δρόμων θα επιτρέπει γρηγορότερη και πιο οργανωμένη παρέμβαση σε κρίσιμες περιοχές, αλλά και την ταχύτερη εκκένωση σε περίπτωση που αυτό απαιτηθεί. Αντίστοιχα αναγκαία είναι και η ενεργοποίηση των πυροφυλακίων, αξιοποιώντας τη χρήση νέας τεχνολογίας, όπως drones και αισθητήρες για την παρακολούθηση της πυρκαγιάς από τα πρώτα σημεία έναρξης της, που θα ενισχύσουν τη δυνατότητα για γρήγορη και αποτελεσματική πρώτη προσβολή. Για τη στελέχωση των πυροφυλακίων, ειδικά σε κρίσιμες και περιβαλλοντικά ευαίσθητες περιοχές, είναι αναγκαίο να αξιοποιηθούν εθελοντικές ομάδες που θα αναλάβουν τη λειτουργία τους.

Επιπρόσθετα, αποτελεί ζωτικής σημασίας η ιεράρχηση των επικίνδυνων περιοχών, με βάση ευάλωτες εκτάσεις, όπως οι περιοχές Natura 2000. Η στοχευμένη διαχείριση αυτών των περιοχών θα επιτρέψει την καλύτερη κατανομή πόρων και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, καταλήγοντας σε ειδικά στοιχεία αντιμετώπισης πυρκαγιών για τις περιοχές αυτές.

Τέλος, είναι κρίσιμη η σύνδεση της πρόληψης με παραγωγικές δραστηριότητες, δηλαδή της προστασίας του δάσους με την τοπική οικονομία. Δραστηριότητες όπως η δασοκομία, η μελισσοκομία, ο τουρισμός και η επιστημονική έρευνα, θα ενισχύσουν τη βιωσιμότητα των δασικών οικοσυστημάτων. Η ένταξη των τοπικών κοινοτήτων στη διαδικασία διαχείρισης και προστασίας των δασών μπορεί να οδηγήσει σε πιο αποτελεσματικές και αειφόρες πρακτικές.

Η πρόταση αυτή εστιάζει στην ανάγκη για συντονισμό, σύγχρονα εργαλεία και εστίαση στην πρόληψη, με στόχο την πιο αποτελεσματική και βιώσιμη διαχείριση των δασών στην Ελλάδα, που θα συμβάλει τόσο στην προστασία του περιβάλλοντος όσο και στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας.

Η στρατηγική για τη διαχείριση των υδάτινων πόρων

Ακόμη μια κρίσιμη πρόκληση αποτελεί η αποτελεσματική διαχείριση των υδάτινων πόρων, με έμφαση τόσο στην αντιπλημμυρική θωράκιση, όσο και στην υδατική επάρκεια, καθώς η κλιματική αλλαγή, η λειψυδρία, η υπεράντληση και οι ανεπαρκείς υποδομές επιδεινώνουν τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα του νερού. Οι πρόσφατες ενδείξεις μείωσης των αποθεμάτων, όπως η δραματική πτώση των επιπέδων νερού στον ταμιευτήρα του Μόρνου, πτώση στάθμης κατά 40 μέτρα το 2024, σημειώνοντας μείωση κατά 30% σε σχέση με το 2023,  επιβεβαιώνουν την ανάγκη για άμεσες και συντονισμένες δράσεις.

Η αντιμετώπιση των εκτεταμένων διαρροών στα δίκτυα ύδρευσης, που ευθύνονται για την απώλεια του 50% του πόσιμου νερού, αποτελεί προτεραιότητα. Η αναβάθμιση των υποδομών μέσω εκσυγχρονισμού των αγωγών, η εγκατάσταση έξυπνων μετρητών και η εφαρμογή τεχνολογιών ανίχνευσης διαρροών μπορούν να μειώσουν δραστικά τις απώλειες και να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των υδατικών πόρων.

Επιπλέον, η ανεξέλεγκτη απόρριψη λυμάτων και αγροχημικών έχει οδηγήσει σε σοβαρή ρύπανση των υδάτων, με το 40% των υπόγειων υδροφορέων να χαρακτηρίζεται ως κακής ποιότητας. Για την προστασία των υδάτινων οικοσυστημάτων, απαιτείται αυστηρότερος έλεγχος των αποβλήτων, καθορισμός προστατευόμενων ζωνών γύρω από πηγές υδροληψίας και ενίσχυση των βιολογικών καθαρισμών.

Η αξιοποίηση μη συμβατικών υδατικών πόρων, όπως η επαναχρησιμοποίηση επεξεργασμένων λυμάτων για άρδευση και ο τεχνητός εμπλουτισμός των υδροφορέων, μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση των αποθεμάτων. Παράλληλα, η δημιουργία φραγμάτων και λιμνοδεξαμενών, σε συνδυασμό με σύγχρονες τεχνικές συλλογής όμβριων υδάτων, θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα απέναντι στη λειψυδρία.

Τα έργα αυτά, συνδυαστικά με έργα διευθέτησης ή οριοθέτησης ποταμών και ρεμάτων, οφείλουν να συνδυάζονται με ένα οργανωμένο σχέδιο αντιπλημμυρικής προστασίας, στο σύνολο των υδατικών διαμερισμάτων της χώρας. Προϋπόθεση για αυτό, είναι η ταχεία επικαροποίηση των Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμύρας και των Σχεδίων Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών, για τα οποία η χώρα μας έχει αδρανήσει από τη θεσμική της υποχρέωση για επικαιροποίηση τους από το 2019.

Για την υλοποίηση αυτών των παρεμβάσεων, απαιτείται μια εθνική στρατηγική που θα βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα και με τη συμμετοχή της επιστημονικής κοινότητας. Προσθετικά σε αυτή, αναγκαία είναι η ενίσχυση του ρόλου του Εθνικού Συμβουλίου Υδάτων, ενώ προτείνουμε τη δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Αρχής για το νερό, η οποία θα επιβλέπει τη χρήση των υδατικών πόρων και θα διασφαλίζει την ορθολογική κατανομή τους, θα σχεδιάζει, θα αδειοδοτεί και θα ελέγχει τη χρήση του νερού.

 Η στρατηγική για τη διαχείριση των απορριμμάτων

Μια από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές προκλήσεις είναι αναμφίβολα η διαχείριση των απορριμμάτων με τη χώρα να καταγράφει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανακύκλωσης στην Ευρώπη (21% έναντι 48% του μέσου όρου της ΕΕ). Η συνεχιζόμενη εξάρτηση από την ταφή απορριμμάτων, που ξεπερνά το 75%, όχι μόνο αντιβαίνει στους ευρωπαϊκούς στόχους για τη μείωση της ταφής κάτω από 10% έως το 2035, αλλά έχει οδηγήσει και σε επανειλημμένες καταδίκες και πρόστιμα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Το 2014, η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβάσεις της Οδηγίας περί ΧΥΤΑ, ενώ το 2021 επιβλήθηκε νέο πρόστιμο ύψους 2,7 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, ισχυρά ζημιογόνα στη διαχείριση των απαιτούμενων πόρων είναι τα ζητήματα κακοδιαχείρισης, όπως το σκάνδαλο με τα 34,7 εκατ. ευρώ του «τέλους ταφής» στον ΕΔΣΝΑ, ενώ η αδιαφάνεια του ΕΟΑΝ, που δεν δημοσιοποιεί στοιχεία από το 2018, δυσχεραίνει τον απολογισμό των προσπαθειών και τον σχεδιασμό νέων στοχευμένων πολιτικών για την ενίσχυση της ανακύκλωσης στη χώρα.

Η μετάβαση σε ένα βιώσιμο μοντέλο είναι πιο επιτακτική από ποτέ.  Το ΠΑΣΟΚ προτείνει παρεμβάσεις με έμφαση στη μείωση των αποβλήτων, την ενίσχυση της ανακύκλωσης και την προώθηση της κυκλικής οικονομίας. Βασική προτεραιότητα αποτελεί η ανάπτυξη νέων υποδομών, όπως οι Μονάδες Επεξεργασίας Αποβλήτων (ΜΕΑ), που θα μετατρέπουν μέρος των απορριμμάτων σε δευτερογενείς πρώτες ύλες ή ενέργεια, και τα Κέντρα Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών (ΚΔΑΥ), που θα επιτρέψουν την καλύτερη διαλογή των απορριμμάτων στην πηγή. Παράλληλα, η δημιουργία περισσότερων Πράσινων Σημείων και Κινητών Κέντρων Ανακύκλωσης, θα διευκολύνει τους πολίτες ώστε να μπορούν εύκολα να απορρίπτουν ειδικά απορρίμματα (ηλεκτρονικά, έπιπλα, μπαταρίες, κτλ.) και η υποχρεωτική χωριστή συλλογή βιοαποβλήτων μέσω καφέ κάδων θα συμβάλουν στη μείωση της ταφής και την ενίσχυση της κομποστοποίησης.

Η εφαρμογή οικονομικών κινήτρων, όπως το σύστημα “Πληρώνεις όσο πετάς” (Pay-as-you-throw) και η μείωση των δημοτικών τελών για όσους ανακυκλώνουν περισσότερο, μπορεί να ενισχύσει τη συμμετοχή των πολιτών. Επιπλέον, φορολογικά κίνητρα για επιχειρήσεις που επενδύουν στην ανακύκλωση και την κυκλική οικονομία, καθώς και πρόστιμα για όσες δεν τηρούν τους κανονισμούς, θα εισφέρουν στην ορθή διαχείριση των αποβλήτων.

Η αλλαγή καταναλωτικών συνηθειών είναι επίσης κρίσιμη. Ο οικολογικός σχεδιασμός προϊόντων, η μείωση των πλαστικών μιας χρήσης, στη βάση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας και η ενημέρωση των πολιτών θα ενισχύσουν τη βιώσιμη διαχείριση απορριμμάτων. Παράλληλα, η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να υποστηριχθεί με τεχνογνωσία και προσωπικό, ενώ απαιτείται αυστηρότερη εποπτεία και διαφάνεια στη διαχείριση των κονδυλίων, αλλά και στους μηχανισμούς ελέγχου της τήρησης της κείμενης νομοθεσίας.

Η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί ταχύτερα για να επιτύχει τους ευρωπαϊκούς στόχους και να μειώσει την περιβαλλοντική επιβάρυνση. Με στοχευμένες επενδύσεις, ενισχυμένους ελεγκτικούς μηχανισμούς και συμμετοχή των πολιτών, η χώρα μπορεί να περάσει από το σημερινό, ξεπερασμένο μοντέλο ταφής σε ένα σύγχρονο και βιώσιμο σύστημα διαχείρισης απορριμμάτων.

Η στρατηγική για τις ΑΠΕ και τον χωροταξικό σχεδιασμό

Ένα ακόμη μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα και τη μετάβαση της στην πράσινη οικονομία είναι η σωστή διαχείριση των ΑΠΕ. Ο χωροταξικός σχεδιασμός για τις ΑΠΕ αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ομαλή και βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας. Παρότι οι ΑΠΕ είναι ζωτικής σημασίας, η απουσία επικαιροποιημένου και σαφώς καθορισμένου χωροταξικού πλαισίου δημιουργεί σοβαρές περιβαλλοντικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Το ισχύον Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ θεσπίστηκε το 2008 και πλέον δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις, τόσο λόγω της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης όσο και λόγω της αυξημένης διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη προσφύγει στο Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ), καταλογίζοντας στην Ελλάδα ελλείψεις στη χωροθέτηση των έργων, καθώς και αποτυχία προστασίας των ευαίσθητων οικοτόπων, ειδικά εντός των περιοχών Natura 2000.

Επιπρόσθετα, η αδειοδοτική διαδικασία για έργα ΑΠΕ παρουσιάζει σημαντικές ελλείψεις. Οι Βεβαιώσεις Παραγωγής δίνονται χωρίς ολοκληρωμένο χωροταξικό σχεδιασμό, με αποτέλεσμα την αδειοδότηση αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων σε ακατάλληλες περιοχές, όπως προστατευόμενες ζώνες, περιοχές πολιτιστικής κληρονομιάς και τουριστικά αναπτυγμένες περιοχές. Oι τοπικές κοινωνίες συχνά δεν συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, γεγονός που οδηγεί σε κοινωνικές εντάσεις και μαζικές αντιδράσεις απέναντι στην εγκατάσταση ΑΠΕ. H ανισομερής κατανομή των ΑΠΕ, δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα, καθώς προτιμώνται εύκολα προσβάσιμες περιοχές και δεν λαμβάνεται υπόψη η φέρουσα ικανότητα του φυσικού περιβάλλοντος και των τοπικών οικονομιών.

Ακόμη ένα πρόβλημα στον σχεδιασμό των ΑΠΕ είναι και η έλλειψη διαφάνειας και συμμετοχής των πολιτών. Οι διαδικασίες είναι συχνά γραφειοκρατικές και αδιαφανείς, γεγονός που οδηγεί σε καχυποψία και αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, προτείνουμε την υποχρεωτική δημόσια ακρόαση για μεγάλα έργα ΑΠΕ, με ανοιχτή συμμετοχή των πολιτών και των τοπικών φορέων, την πλήρη δημοσιοποίηση των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) και των εγγράφων αδειοδότησης σε δημόσιες πλατφόρμες, ώστε να διασφαλιστεί η διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων, καθώς και την ενίσχυση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης στη διαχείριση των ενεργειακών έργων, με σκοπό την καλύτερη ένταξη των ΑΠΕ στις τοπικές κοινωνίες.

H ανεπάρκεια του ηλεκτρικού δικτύου είναι μια ακόμη τροχοπέδη. Σήμερα, έχουν ήδη αδειοδοτηθεί έργα ΑΠΕ που ξεπερνούν τη διαθέσιμη χωρητικότητα του δικτύου κατά 500% και υπερκαλύπτουν τους στόχους του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, γεγονός που δείχνει τη χαοτική κατάσταση της αδειοδοτικής διαδικασίας. Παρόλα αυτά, νέες άδειες συνεχίζουν να δίνονται, χωρίς να υπάρχει ταυτόχρονη αναβάθμιση των υποδομών. Για το λόγο αυτό, λοιπόν, ο εκσυγχρονισμός και η ενίσχυση του δικτύου μεταφοράς και διανομής ενέργειας, ώστε να μπορεί να υποστηρίξει μεγαλύτερη παραγωγή από ΑΠΕ και η ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας, όπως μεγάλες μπαταρίες και έργα αντλησιοταμίευσης, ώστε να διασφαλιστεί η σταθερότητα του ηλεκτρικού συστήματος.

Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην ΕΕ χωρίς θαλάσσιο χωροταξικό σχέδιο, παρότι η προθεσμία συμμόρφωσης είχε οριστεί για το 2021. Αυτή η καθυστέρηση εμποδίζει την ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων, τα οποία θα μπορούσαν να μειώσουν την ανάγκη για χερσαία έργα ΑΠΕ σε δασικές και τουριστικές περιοχές. Η χωροθέτηση θαλάσσιων αιολικών πάρκων μπορεί να συμβάλει στη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των ΑΠΕ στη χερσαία Ελλάδα, διατηρώντας παράλληλα τις φυσικές περιοχές ανέπαφες.

Το ΠΑΣΟΚ προτείνει έναν ολοκληρωμένο και βιώσιμο χωροταξικό σχεδιασμό για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), ο οποίος θα διασφαλίζει την προστασία του περιβάλλοντος, τη διαφάνεια στη διαδικασία αδειοδότησης και τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών.  Είναι αναγκαία η δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Αρχής Χωροταξίας, η οποία θα αντικαταστήσει τις πολιτικές παρεμβάσεις με επιστημονικά τεκμηριωμένες αποφάσεις. Η αρχή αυτή θα εγγυηθεί την ορθολογική χωροθέτηση των ΑΠΕ, θα εφαρμόσει αυστηρότερους ελέγχους για την αποφυγή ανεξέλεγκτης αδειοδότησης και θα συντονίσει τον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις ανάγκες του ηλεκτρικού δικτύου όσο και την περιβαλλοντική προστασία.

Η εστίαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ο χωροταξικός σχεδιασμός τους είναι ιδιαίτερα σημαντικά για την Ελλάδα, καθώς η χώρα διαθέτει πλούσιους φυσικούς πόρους για την παραγωγή καθαρής ενέργειας. Όμως, η ανάπτυξη αυτών των πηγών πρέπει να γίνεται με σεβασμό στο περιβάλλον και τις τοπικές κοινωνίες, προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινωνική αποδοχή και συνοχή, γεγονός που η κυβέρνηση της ΝΔ δείχνει να αγνοεί.

Σύνοψη

Η πολιτική της ΝΔ για το τέλος ταφής, οι συνενώσεις των ΦΟΔΣΑ, η προώθηση ενός ιδιωτικο-οικονομικού μοντέλου τιμολόγησης του νερού, ο ωμός εκβιασμός για συγχωνεύσεις των ΔΕΥΑ, ακόμα και η στρατηγική της ΝΔ για τον Νέο Οικοδομικό Σχεδιασμό, αποδεικνύουν το πρόσημο της κυβερνητικής στρατηγικής για την περιβαλλοντική πολιτική:

Ένα κλειστό σύστημα αποφάσεων, με όρους υπερσυγκεντρωτισμού, που αποφασίζει ερήμην των τοπικών κοινωνιών, απαξιώνοντας την αυτοδιοίκηση χωρίς τις στοιχειώδεις διαδικασίες διαβούλευσης και επιστημονικής τεκμηρίωσης και προχωρά σε αποσπασματικές παρεμβάσεις που συγκρούονται πολλές φορές ακόμη και με το ίδιο το Σύνταγμα. Μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσουν μια μικρή ελίτ οικονομικών και εργολαβικών συμφερόντων.

Η περιβαλλοντική πολιτική απαιτεί κανόνες, διαφάνεια, λογοδοσία, απελευθέρωση των υγιών παραγωγικών δυνάμεων και κοινωνική συνευθύνη, ώστε η προστασία του περιβάλλοντος να συμβαδίζει με τη βιώσιμη ανάπτυξη και την υγιή επιχειρηματικότητα, διασφαλίζοντας ότι η περιβαλλοντική πολιτική θα υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.

Το ΠΑΣΟΚ πιστεύει ακράδαντα ότι η προοπτική μιας βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης βρίσκεται στην ενότητα των πολιτών και τη συλλογική ευθύνη. Η προστασία του περιβάλλοντος, η διαχείριση των φυσικών πόρων και η αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν είναι απλώς τεχνικά ζητήματα, αλλά βαθιά πολιτικά. Για εμάς, το μέλλον είναι ένα κοινό στοίχημα που απαιτεί υπεύθυνες και συνεπείς επιλογές, με γνώμονα την κοινωνία και το περιβάλλον. Η αλλαγή ξεκινά από όλους μας, με το ΠΑΣΟΚ στο πλευρό κάθε πολίτη, για ένα καλύτερο αύριο.