Κάτω από το χαλί της πανδημίας

Άρθρο στο «POLITICAL» - 12/06/2021

Η σχεδόν αποκλειστικά μονοθεματική ατζέντα του δημόσιου διαλόγου, γύρω από τα θέματα της πανδημίας, έχει λειτουργήσει ως ένα ιδανικό χαλί. Για να κρύψουμε βολικά, κάτω από αυτό, την απόλυτη ένδεια κυβερνητικών πολιτικών και μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών που θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση σε μία πολύ κρίσιμη συγκυρία για τη χώρα. Με την ολοκληρωτική αφοσίωση της κυβέρνησης στην πρόταξη της επικοινωνιακής προπαγάνδας έναντι του έργου και της πολιτικής ουσίας, αλλά και τη συντηρητική της αντίληψη που πολλές φορές εργαλειοποιεί την ίδια την κρίση για να υλοποιήσει – με μπαλώματα – τις ιδεοληπτικές της δεσμεύσεις.

Ζήτημα πρώτο η οικονομία και η ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης. Όπου αντί να περιγράψει το πώς η χώρα θα αναδιαμορφώσει το παραγωγικό της μοντέλο, θα ταυτίσει την ανάπτυξη με την κοινωνική προστασία, θα μιλήσει για τις κοινωνικές ανισότητες, την εργασία, τη μετάβαση στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία και την ελληνική προστιθέμενη αξία στην παραγωγή μας, εκείνη προχωράει παντελώς πρόχειρα και σπασμωδικά. Παραθέτει επενδύσεις και έργα χωρίς ιεράρχηση, με την απουσία κάθε σύνδεσης του προγράμματος με άλλους διαθέσιμους πόρους, αλλά και με δείκτες απόδοσης για το περιβάλλον, τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής, την έρευνα, την καινοτομία και την εξωστρέφεια.

Εργασία. Όπου αντί να απαντήσουμε στις προκλήσεις των νέων τεχνολογικών εξελίξεων, της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, του αυτοματισμού, της τεχνητής νοημοσύνης, και να ρυθμίσουμε εκ νέου τις εργασιακές σχέσεις προς όφελος των εργαζομένων και της ποιότητας ζωής τους, νομοθετείται η έκθεση τους στην ασυδοσία και την αυθαιρεσία. Ελαστικοποίηση ωραρίου, απλήρωτες υπερωρίες, ατομική έναντι της συλλογικής διαπραγμάτευσης, απαξίωση των ελεγκτικών μηχανισμών στους χώρους εργασίας και της συνδικαλιστικής εκπροσώπησης.

Παιδεία, και ειδικά η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Με την ανάγκη αναβάθμισης και εκσυγχρονισμού των δημοσίων Πανεπιστημίων, της διασύνδεσης των προγραμμάτων σπουδών με την αγορά εργασίας, της επανακατάρτισης, της προαγωγής της έρευνας και της καινοτομίας, να δίνουν πολύ βολικά τη θέση τους, στο – κατά τη ΝΔ – μοναδικό πρόβλημα των ελληνικών Ιδρυμάτων: την αστυνόμευση τους. Η αποθέωση της μικροπολιτικής διλημματικής διαχείρισης, έναντι οποιασδήποτε ουσίας θα μπορούσε να θωρακίσει τη δημόσια παιδεία. Ίσως στοχευμένα, για να ανοίξει ο δρόμος της αντικατάστασης της από «φίλους» ιδιώτες.

Ασφάλεια. Καθημερινή υπερπροβολή των «καθαρισμένων» Εξαρχείων, λες και εκεί εξαντλείται η έννοια της προστασίας του πολίτη. Σίγουρα αντικείμενο «πιασάρικο» και πολύ βολικό, όταν η εγκληματικότητα καλπάζει σε όλη την υπόλοιπη Αττική. Τόσο με τις οργανωμένες της μορφές, όσο και με επιμέρους μεμονωμένες εκφάνσεις της. Όμως, τελικά, το αίσθημα ασφάλειας στην καθημερινότητα μας, κυρίαρχη ατζέντα στην προτεραιοποίηση των πολιτών, δεν αποκαταστάθηκε από μία προσβάσιμη πλατεία. Και η ευθύνη, φυσικά, ανήκει στην πολιτική ηγεσία.

Και τέλος, η αντίληψη για το κράτος. Όπου το λεγόμενο επιτελικό κράτος, αντί να διευκολύνει και να εκσυγχρονίσει τη λειτουργία του, να ανακουφίσει από τη δυσκαμψία και τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, μάλλον εκμεταλλεύεται τον «επιτελικό» συγκεντρωτισμό – που απαξιώνει ακόμα και τους ίδιους τους κυβερνητικούς Υπουργούς – για μία στενά ελεγχόμενη διαχείριση του κυβερνητικού έργου, με το βλέμμα στους «ημέτερους» και κριτήρια «αναδιανομής» την ισχυροποίηση των συστημικών του συσχετισμών.

Γιατί, ίσως τελικά, η μεγάλη εικόνα  δεν έχει το θετικό πρόσημο που η λίστα Πέτσα διαλαλεί. Γιατί, ίσως τελικά, οι ανάγκες της χώρας, ξεπερνούν κατά πολύ τον χαμηλό πήχη του ΣΥΡΙΖΑ που οριακά υπερκερνάει η ΝΔ και επιζητεί την ανοχή μας. Ίσως τελικά, το ζητούμενο να είναι ξανά η προτεραιότητα στο έργο και την ουσία, για να μπορέσει η χώρα να πάει και πάλι μπροστά.