"Τα πραγματικά μας αφηγήματα δεν έχουν μετρηθεί ακόμα"

Άρθρο στην εφημερίδα “Τα Νέα” – 25-01-2020

Δέκα χρόνια μετά την αρχή της κρίσης, κοιτώντας πίσω, τα δύσκολα χρόνια που πέρασε η ελληνική κοινωνία, μπορούν ακόμα να ειπωθούν πολλά, για τα αίτια της, τη διαχείριση της, την επικοινωνία και τους συμβολισμούς της, τις κοινωνικές επιπτώσεις, τη ρητορική, τους ανθρώπους, τι κρατάμε και τι μας έμαθε. Η κρίση αυτή στην Ελλάδα άλλαξε πολλά. Και μέσα σε αυτά τα πολλά άλλαξε και τον τρόπο διάκρισης των πολιτικών δυνάμεων. Το παλιό παραδοσιακό μοντέλο ιδεολογικής διαφοροποίησης με βάση τον ιδεολογικό άξονα αριστεράς-δεξιάς, μεταστράφηκε σε ένα εντελώς συγκυριακό δίπολο, αυτό του μνημονίου-αντιμνημονίου. Όπου σε συνδυασμό με την αυστηρή επιτροπεία και κατά συνέπεια τα πολύ στενά περιθώρια ουσιαστικής διαφοροποίησης ως προς το μίγμα της εκάστοτε εφαρμοζόμενης πολιτικής, απέσυρε επί της ουσίας το ιδεολογικό υπόβαθρο στις δημόσιες αντιπαραθέσεις, δίνοντας το χώρο στην ακραία συνθηματολογία αμιγώς εκλογοκεντρικής προσέγγισης, όπου τα σημεία ιδεολογικής διαφοροποίησης εξαλείφθηκαν, ενώνοντας άκρα και φέρνοντας κοντά – κάποιες φορές και πολύ κοντά – πολιτικές δυνάμεις ριζικά διαφορετικές.

Και όσο και αν η πολυπόθητη «κανονικότητα» φαίνεται ακόμα να απέχει αρκετά, είναι γεγονός ότι οι εκλογές του Ιουλίου επανέφεραν στο προσκήνιο εκ νέου μία προσπάθεια επαναπροσδιορισμού του νέου πολιτικού σκηνικού της χώρας με όρους ιδεολογικής διαφοροποίησης. Πολλές φορές όμως με την αυθαίρετη παραδοχή ότι «ο χώρος που εκφράζεις είναι αυτός που σε ψηφίζει». Όμως στην πράξη, η συγκυριακή αποτύπωση των εκλογικών συσχετισμών, φιλτραρισμένη από τα διλήμματα της στιγμής, πολλές φορές συγκριτικά, πολλές φορές συνηγορούμενα από το εκλογικό σύστημα, πολλές φορές με βάση την επικοινωνία, τους συμβολισμούς, την επικαιρότητα, δεν έχει τη δυναμική να διαμορφώσει η ίδια ιδεολογικά ρεύματα. Γιατί τα διάφορα ιδεολογικά ρεύματα δεν γεννιούνται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση και με το βλέμμα στην επόμενη. Υπάρχουν για να προσδιορίζουν διαρκώς την αντίληψη του καθενός για την κοινωνία, την οικονομία, τους θεσμούς, το πολιτικό σύστημα και τα εκάστοτε σημεία ισορροπίας ανάμεσα στην παρεμβατικότητα και την ελευθερία, ανάμεσα στη θεσμικότητα και το δικαιωματισμό. Με ιστορική συνέχεια και πολιτική συνέπεια.

Όσο σεβαστό, λοιπόν, μπορεί να είναι το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, οι πολιτικοί χώροι υπάρχουν και προσδιορίζονται ιδεολογικά ακριβώς με τον ανάποδο τρόπο. Δηλαδή με βάση το αν – πέρα από την ιστορική διαδρομή, την πολιτική παρακαταθήκη, το θυμικό και το συναίσθημα – υπάρχει ένα πλαίσιο αρχών, αξιών και αντίληψης στην κοινωνική βάση που περιμένει να εκφραστεί.

Στη σύγχρονη λοιπόν πολυσυζητημένη μάχη για την έκφραση του χώρου της «κεντροαριστεράς» στην Ελλάδα, η απάντηση δεν βρίσκεται στα νούμερα. Βρίσκεται στο πολιτικό πλαίσιο που συνδυάζει τα γνήσια πατριωτικά χαρακτηριστικά μακριά από όρους εθνικής πλειοδοσίας ή πατριδοκαπηλίας, που αντιλαμβάνεται απόλυτα την απαίτηση για την παραγωγή νέου πλούτου στη χώρα ως το μόνο μέσο για την ανάκτηση της οικονομικής της αυτοτέλειας, συνυφασμένου πάντα με τις νέες προκλήσεις της ψηφιακής εποχής και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, που θεωρεί ύψιστη προτεραιότητα την κοινωνική πολιτική, όχι ως μοντέλο επιδοματικής εξάρτησης αλλά ως μέσο ουσιαστικής καταπολέμησης των κοινωνικών ανισοτήτων, που μάχεται διαρκώς για τις αρχές της ανοιχτής κοινωνίας και του πολιτικού φιλελευθερισμού, που θεωρεί πυλώνα της δημοκρατίας τη θεσμική θωράκιση, την ανεξαρτησία και διακριτότητα θεσμών και εξουσιών, με σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό και όραμα για την πολιτική ενοποίηση της Ένωσης, που θέτει το περιβάλλον και την κλιματική κρίση στην πρώτη γραμμή όλων των πολιτικών προταγμάτων για τη νέα εποχή.

Και αυτό το πλαίσιο – της σύγχρονης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας – στην Ελλάδα το εκφράζει ένας, το Κίνημα Αλλαγής. Γιατί η ιδεολογική ταυτότητα δεν είναι όχημα εκλογικής επιρροής, όπου επιλέγεις τη δημοφιλέστερη. Και ευτυχώς μαζί με την κρίση, αφήσαμε πίσω τις εποχές όπου η πολιτική πασαρέλα καθοδηγούμενη από τη γλυκύτητα της εξουσίας και συγκολλώμενη από αυτήν, κάνει θαύματα ιδεολογικών μετασχηματισμών.

Σήμερα λοιπόν τα πράγματα είναι απλά. Ο καθένας στο χώρο του, αφού φυσικά πρώτα τον προσδιορίσει πολιτικά και όχι μόνο ρητορικά, και μέσα από την πολιτική του διακριτότητα να κάνει κυρίαρχο το ιδεολογικό του αφήγημα. Αν υπάρχει. Γιατί τα πραγματικά αφηγήματα μας δεν έχουν μετρηθεί τελικά ακόμα.