Έχει ειπωθεί πως είναι κατάρα και ευλογία να ζει κάποιος σε ενδιαφέροντες καιρούς. Ευλογία, γιατί από τη μια γίνεται κοινωνός και φορέας κοσμογονικών αλλαγών, και κατάρα γιατί από την άλλη, είναι δυνατό να πέσει θύμα τους, μην μπορώντας να τις διαχειριστεί.
Η ελληνική κοινωνία με τη σειρά της, την τρέχουσα δεκαετία βίωσε τις μεγάλες αλλαγές που έφερε στη ζωή μας η οικονομική κρίση. Και αν η οικονομική κρίση και ιδιαίτερα η παράταση ήταν το «αφύσικο» αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών και λανθασμένων χειρισμών, η 4η βιομηχανική επανάσταση είναι μία εξέλιξη απόλυτα φυσιολογική για την ανθρωπότητα που προοδεύει και, σίγουρα, μια εξέλιξη που δεν μπορεί να αποφευχθεί.
Το κυριότερο χαρακτηριστικό της και αυτό που τη διακρίνει σε σχέση με τις προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις είναι ότι έχει εφαρμογή παντού και όχι μόνο στην παραγωγή. Τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η κοινωνική πρόνοια, το περιβάλλον, βρίσκουν λύσεις μέσα από τα αποτελέσματα της. Η τεχνητή νοημοσύνη, η επιστήμη των δεδομένων συνδυάζονται και εκτός του ότι τα αλλάζουν όλα, διευκολύνουν απίστευτα τη ζωή μας, ή για την ακρίβεια τη ζωή όσων θέλουν να ακολουθήσουν. Η οικονομία έχει πια τη δυνατότητα να αυξάνεται με μεγάλο ρυθμό, χωρίς να μπορεί να εμποδιστεί από τον ανθρώπινο παράγοντα. Τα διλλήματα πλέον αφορούν στο αν αξίζει να επενδύουμε στον άνθρωπο, όταν οι μηχανές μέσω της τεχνητής νοημοσύνης αυτοεκπαιδεύονται και στο αν η εργασία και ο ελεύθερος χρόνος μπορούν να αποκτήσουν ένα καινούργιο σημείο ισορροπίας.
Είναι όμως όλα τα δεδομένα ευχάριστα; Προφανώς και όχι. Όπως σε κάθε αλλαγή, όπως και στις προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις, υπάρχει πάντα η αντίσταση από τον «παλιό» κόσμο που αρνείται να πεθάνει. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση η ιστορία είναι και παραμένει αμείλικτη. Και θα είναι αμείλικτη όχι μόνο με τις κοινωνίες και τις εθνικές οικονομίες που μένουν πίσω, αλλά και με τους φορείς και την δημόσια διοίκηση που δεν ακολουθεί. Με σοβαρά ζητήματα φυσικά, που αφορούν την αλλαγή των εργασιακών σχέσεων, τη φύση της εργασίας, την ζωή των πολιτών. Συνέβη στις προηγούμενες βιομηχανικές επαναστάσεις και θα συμβεί και τώρα. Και αν τότε δεν υπήρχαν οι πόροι ή η ιδεολογία για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα, με βάση τον άνθρωπο και τις κοινωνικές ανάγκες και προτεραιότητες, τώρα αυτό πρέπει να αναθεωρηθεί. Τώρα υπάρχουν οι πόροι, υπάρχει η εμπειρία, υπάρχουν τα κατάλληλα εργαλεία. Αυτό που λείπει προς το παρόν είναι, ο σχεδιασμός και η πολιτική βούληση, ώστε η μετάβαση όχι μόνο να μην έχει «θύματα», αλλά να είναι γεμάτη ευκαιρίες. Αυτό που πρέπει όλοι να καταλάβουμε, είναι ότι η μετάβαση στην εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, αφορά τους πάντες: τις επιχειρήσεις, το κράτος, τα πανεπιστήμια, την κοινωνία, του εργαζόμενους. Ή θα συμμετέχουν όλοι σε ένα σχέδιο διαχείρισης των συνεπειών ή θα υπάρξει συνολική αποτυχία.
Οι προκλήσεις λοιπόν είναι μεγάλες και το επιβεβαιώνουν και τα μέχρι τώρα δεδομένα. Από αυτά, προκύπτει ότι οι θέσεις εργασίας που χάνονται στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται είναι συγκεντρωμένες κυρίως μεταξύ εργαζομένων με χαμηλότερες αμοιβές, λιγότερο ειδικευμένων και χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου. Αυτό σημαίνει ότι η συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων θα βρίσκει δουλειά σπανιότερα και με χαμηλότερες απολαβές, υπενθυμίζοντας μας πως οι ανισότητες πιθανότατα, αντί να μειωθούν θα αυξηθούν. Επιπρόσθετο ανησυχητικό στοιχείο είναι, πως ακόμα και σήμερα το εργατικό δυναμικό, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά γενικά, αναζητά δουλειά σε τομείς, οι οποίοι τις επόμενες δεκαετίες θα εκλείψουν, και μάλιστα χωρίς οργανωμένο σχέδιο για την επανακατάρτιση τους.
Τα παραπάνω αναδεικνύουν, όχι μόνο ότι είμαστε ανέτοιμοι για τις αλλαγές που έρχονται, αλλά ότι απαιτείται επιπρόσθετη βαρύτητα και στην κατεύθυνση της προετοιμασίας αυτής. Και αυτό γιατί είναι πιθανό, η ένταση του αυτοματισμού – όπως παλιότερα του κεφαλαίου – να οδηγήσει τα περιορίσει τα οφέλη της νέας τεχνολογίας από τους εργαζόμενους ή ακόμα και αυτούς με υψηλή εξειδίκευση, αλλά να τα εστιάσει σε ένα ακόμα μικρότερο τμήμα της κοινωνίας, αυτό που έχει τον έλεγχο του κεφαλαίου. Εάν λοιπόν, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δεν μεταφραστεί σε μισθολογικές αυξήσεις, τότε τα μεγάλα οικονομικά οφέλη που θα προκύψουν από τα αποτελέσματα της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, θα μπορούσαν να προκύψουν για λίγους επιλεγμένους. Αντί της ευρέως διαδεδομένης ευημερίας για τους εργαζόμενους και τους καταναλωτές, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μειωμένο ανταγωνισμό και αυξημένη ανισότητα στον πλούτο.
Η 4η βιομηχανική επανάσταση συντελείται ήδη και όσες είναι οι προκλήσεις που φέρνει στο προσκήνιο, άλλες τόσες είναι και οι προοπτικές. Αρκεί άμεσα να επανασχεδιάσουμε την κατάρτιση του εργατικού δυναμικού, να ανακατευθύνουμε το εκπαιδευτικό μας μοντέλο, να μελετήσουμε διεξοδικά τα σενάρια τα οποία μπορεί να προκύψουν. Και αυτί φυσικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου υπάρχουν τα κατάλληλα εργαλεία, οι διαθέσιμοι πόροι και επαρκές θεσμικό πλαίσιο.
Το πραγματικό ερώτημα που τίθεται συνεπώς ενώπιον μας, είναι το εξής: Θα μετατρέψουμε την 4η Βιομηχανική Επανάσταση σε μια ευκαιρία για μεγάλη κοινωνική αλλαγή που θα έχει επίκεντρο τον άνθρωπο, με την τεχνολογία στην υπηρεσία των πολλών, ή θα συμβιβαστούμε με ένα σύγχρονο κοινωνικό Matrix, με τους πολίτες δέσμιους των τεχνολογικών εξελίξεων;
Η απάντηση είναι στο χέρι μας.