Δομικός ανασχηματισμός ακούγαμε, στρατηγική υπομονή. Και κάπως έτσι καλλιεργήθηκαν επικοινωνιακά οι προσδοκίες για μία ριζική αλλαγή στο κυβερνητικό σχήμα και κατ’ επέκταση στην αποτελεσματικότητα του πολυδιαφημισμένου κυβερνητικού επιτελικού σχεδιασμού, που μέχρι τώρα δεν «πέρναγε» τη βάση.
Προσδοκίες για τις οποίες φυσικά, ακόμα και πριν τις επίσημες ανακοινώσεις, πρόβαλε έκδηλη η αδυναμία εκπλήρωσης τους. Για τον πολύ απλό λόγο, ότι οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες στοχεύουν στη βελτίωση και ενίσχυση του κυβερνητικού έργου, ενέχουν βασικές προϋποθέσεις. Την απαιτούμενη μετριοπάθεια, που αντιλαμβάνεται πως η κυβερνητική διαχείριση δύναται θεωρητικά να έχει και κενά, λάθη ή παραλείψεις. Την ουσιαστική αυτοκριτική, ώστε τα λάθη αυτά να εντοπιστούν. Και φυσικά, την πολιτική βούληση, ώστε αυτά να αντιμετωπιστούν επί της ουσίας, και όχι εκ νέου με επικοινωνιακά τεχνάσματα μικροπολιτικής διαχείρισης. Μόνο και μόνο η στάση της κυβέρνησης στις πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές, καταδείκνυε με απόλυτη βεβαιότητα τον πολύ χαμηλό πήχη για την εν αναμονή κυβερνητική αναδιάρθρωση.
Ο δομικός ανασχηματισμός μετατράπηκε σε μικροαλλαγές. Αυτό όμως έχει μικρή αξία. Μεγαλύτερη, έχουν τα πολιτικά συμπεράσματα που προκύπτουν από τις επιλογές του ίδιου του Πρωθυπουργού.
Πρώτον, η ομολογία αποτυχίας στους τρεις πιο κρίσιμους τομείς της παρούσας πολιτικής συγκυρίας. Άλλαξε τα δύο κεντρικά πρόσωπα του Υπουργείου Υγείας, σε μία από τις πιο δύσκολες φάσεις της πανδημίας, με τα κρούσματα ξανά σε πολύ υψηλά επίπεδα, και τα ποσοστά εμβολιασμού από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Σίγουρα δεν το έκανε για να τους επιβραβεύσει. Άλλαξε την πολιτική ηγεσία διαχείρισης κρίσεων, και ειδικά των πυρκαγιών. Που όταν το Κίνημα Αλλαγής και η Φ. Γεννηματά ζητούσαν την αποπομπή τους, ως τον μοναδικό τρόπο ανάληψης της πολιτικής ευθύνης για την αναποτελεσματικότητα του συντονισμού και της διαχείρισης τους, λοιδορήθηκαν ως ακραίοι λαϊκιστές. Σήμερα, το έκανε ο ίδιος ο κ. Μητστάκης. Και σίγουρα, δεν το έκανε για να τους επιβραβεύσει. Και φυσικά, στην πιο κρίσιμη συγκυρία για την ανάταση της εθνικής οικονομίας, μετά το πέρας του καλοκαιριού και με την προσδοκία των εσόδων από τον τουρισμό, την βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, άλλαξε τον Υπουργό Τουρισμού. Και όπως και πριν, προφανώς όχι για να τον επιβραβεύσει.
Δεύτερον, το πολιτικό πρόσημο του νέου κυβερνητικού σχήματος. Καθώς πλέον γίνεται σαφές πως ο δήθεν κεντρογενής προσανατολισμός του δεν υφίσταται, ούτε καν στα «χαρτιά». Αντ’ αυτού, και στη θέση μίας επιτηδευμένης προσπάθειας του κ. Μητσοτάκη να απευθυνθεί στο κέντρο και σε ένα – περισσότερο από το παραδοσιακό του – φιλελεύθερο ακροατήριο, τέθηκε η εκλογοκεντρική ανάγκη να «μαντρώσει» την κομματική του βάση και τη λαϊκή δεξιά. Με την υπουργοποίηση, πλέον, όλου του παλιού ΛΑ.Ο.Σ. και το «βόλεμα» βουλευτών από τις πυρόπληκτες περιοχές, για να «μαζέψουν» το πολιτικό κόστος. Διευθετήσεις με το βλέμμα στραμμένο στα δεξιά, που τουλάχιστον πλέον ταυτίζονται και επικοινωνιακά με την πάγια ιδεολογική και πολιτική κατεύθυνση των κυβερνητικών επιλογών στα κρίσιμα θέματα, όπως αυτά της υγείας, της παιδείας, της εργασίας, του ασφαλιστικού και πολλών άλλων.
Και τρίτον, το φιάσκο με την υπουργοποίηση του κ. Αποστολάκη. Γιατί όταν επιζητάς ρητορικά τη συναίνεση, πρέπει να την διεκδικείς και στην πράξη. Γιατί η συναίνεση προαπαιτεί συνεννόηση, όχι απλώς ενημέρωση και επικοινωνία. Γιατί τα κρίσιμα θέματα, όπως είναι αυτά της πολιτικής προστασίας και της κλιματικής κρίσης, δεν μπορείς να τα αντιμετωπίζεις κοντόφθαλμα, ως πεδίο μεταγραφικών κινήσεων για να «στριμώξεις» τον πολιτικό σου αντίπαλο. Γιατί η απουσία οργάνωσης, προετοιμασίας, η προχειρότητα και η επιπολαιότητα στο σχεδιασμό και τον συντονισμό πολλαπλασιάζουν πλέον τις εκφάνσεις τους. Γιατί όταν η ταχύτητα μεταστροφής, από ένα ικανό στέλεχος να αποτελέσει υπερκομματική επιλογή σε κεντρικής προτεραιότητας νέο χαρτοφυλάκιο, σε κάποιον κατώτερο των περιστάσεων και μάλιστα – εκ των υστέρων – και επιχειρησιακά ανεπαρκή, είναι μόλις ελάχιστων ωρών, τότε μάλλον η αδυναμία της κρίσης και της επιλογής βαρύνει πρωτίστως εσένα τον ίδιο. Όση προσπάθεια και αν καταβληθεί για την υπερπροβολή του αντιθέτου. Και γιατί, τελικά, η κατάργηση του Υπουργείου, μαζί με την «κατάργηση» του μεταγραφέντος Υπουργού, καταδεικνύουν ότι ακόμα και τα θέματα μείζονος εθνικής σπουδαιότητας, απλώς εργαλειοποιούνται για την μικροπολιτική διαχείριση ενός «απολιτίκ» ανταγωνισμού που στερείται πολιτικής ουσίας, και κυρίως οράματος για τη χώρα και τα προβλήματα της.
Η στρατηγική υπομονή, λοιπόν, οδήγησε σε δομικό φιάσκο. Και αυτό με τη σειρά του, σε μία άνευ προηγουμένου αμηχανία της νέας επιτελικής διακυβέρνησης, η οποία, στο τέλος της ημέρας, δεν θα κριθεί από το πλήθος των τηλεοπτικών της εμφανίσεων. Αλλά πολύ περισσότερο, από την ικανότητα της να ανταποκριθεί στις πολύ σοβαρές προκλήσεις τόσο της υγειονομικής, όσο και της κοινωνικοοικονομικής κρίσης που ξεδιπλώνεται ξανά μπροστά μας. Και εκεί, μέχρι στιγμής, το κενό.