Η νέα έξαρση της πανδημίας στη χώρα μας λόγω της μετάλλαξης «Ο», αναμφισβήτητα μονοπωλεί το ενδιαφέρον του δημοσίου διαλόγου. Όμως, σε καμία περίπτωση, το υγειονομικό της σκέλος δεν μπορεί να θέσει σε δευτερεύουσα πολιτική προτεραιότητα τις οικονομικές της προεκτάσεις, που πλήττουν ευθέως την ελληνική κοινωνία, αλλά και το ραγδαίο κύμα ανατιμήσεων και ακρίβειας, σε συνδυασμό με την ενεργειακή κρίση και τον τριπλασιασμό της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος.
Η πρώτη εικόνα αφορά στην «τσέπη» του καταναλωτή, το «καλάθι της νοικοκυράς» με τις ευθείες κοινωνικές διαστάσεις που προσδίδουν οι ανατιμήσεις σε βασικά αγαθά. Όμως, η μεγαλύτερη εικόνα, αναδεικνύει με τρόπο δραματικό την απουσία διορατικότητας και σχεδίου γύρω από τα κρίσιμα ζητήματα της ενεργειακής αυτάρκειας, της ενεργειακής μετάβασης, δημοκρατίας και δικαιοσύνης, στην κρίσιμη συγκυρία της απολιγνιτοποίησης και με την κλιματική κρίση ενεργά παρούσα.
Η αύξηση στη ζήτηση της ενέργειας μετά τα παρατεταμένα lockdown σε ολόκληρο τον πλανήτη, τα γεωπολιτικά παιχνίδια και συμφέροντα που θέτουν εμπόδια στην τροφοδοσία φυσικού αερίου, οι αυξήσεις στα «δικαιώματα» εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τα ολοένα και εντονότερα καιρικά φαινόμενα λόγω της κλιματικής κρίσης, όπως η παρατεταμένη καλοκαιρινή ξηρασία, και τα σοβαρά οικονομικά βάρη της «πράσινης» μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειες, στοιχειοθετούν το ενεργειακό πρόβλημα των τελευταίων μηνών. Και πρόκειται για πρόβλημα σύνθετο, με λύσεις ούτε απλές, ούτε προφανείς, σε επίπεδο επιστημονικό, τεχνικό, πολιτικό.
Το σημείο εκκίνησης αποτελεί η αναμέτρηση με τις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης. Γιατί είναι ακριβώς αυτή που πυροδοτεί την ανάγκη για μία «πράσινη» ενεργειακή στροφή, με όρους βιωσιμότητας, και στόχο τον περιορισμό των εκπομπών άνθρακα, αλλά ταυτόχρονα και αυτή που δημιουργεί τη σημερινή αβέβαιη ενεργειακή πραγματικότητα.
Ακριβώς γιατί η ενεργειακή μετάβαση απαιτεί σχέδιο. Που εξασφαλίζει, ταυτόχρονα, την ισότιμη πρόσβαση του πληθυσμού στο αγαθό της ενέργειας, καθώς και τη σταθερότητα και βιωσιμότητα του ενεργειακού δικτύου για την κάλυψη των ενεργειακών απαιτήσεων. Αν το ένα από τα δύο εκλείπει, τότε η πορεία αναχαίτισης της κλιματικής κρίσης υπονομεύεται και οι ενεργειακές και κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται.
Οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης, λοιπόν, αντιλαμβανόμενες τις δυσκολίες και το χρονοβόρο της πλήρους, άμεσης και καθολικής μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, λόγω της αστάθειας στην παραγωγή, της μικρής τους απόδοσης, της πολυπλοκότητας του δικτύου μεταφοράς και διανομής, και των κοστοβόρων «αποθηκών» ενέργειας, επέλεξαν να στραφούν στο φυσικό αέριο. Επιχείρησαν να το κάνουν, ωστόσο, επιμηκύνοντας παράλληλα το διάστημα της απολιγνιτοποίησης, μειώνοντας τεχνικά τους αέριους ρύπους του λιγνίτη μέσω των CCS και της γεωλογικής αποθήκευσης του άνθρακα, και διατηρώντας ενεργές εναλλακτικές πηγές όπως η βιομάζα, η πυρηνική ενέργεια και η γεωθερμία, ως συστήματα βάσης για την παραγωγή ενέργειας σε περίπτωση που αυτό εκτάκτως απαιτούνταν.
Στον αντίποδα, η προβληματική διαχείριση της ελληνικής κυβέρνησης αφορά στο γεγονός πως εκτόξευσε το ρίσκο και τις εξωγενείς εξαρτήσεις, επενδύοντας ευθύς εξ’ αρχής στο εισαγόμενο φυσικό αέριο, με το παράλληλο άμεσο κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ. Αποτέλεσμα, η αδυναμία εκπλήρωσης των απαιτήσεων της εγχώριας αγοράς ενέργειας, ρισκάροντας την σταθερότητα του δικτύου, με παράλληλη εκτόξευση των τιμών των τιμολογίων, σε συνδυασμό πάντα με τα ιδιαίτερα κοστοβόρα δικαιώματα εκπομπών άνθρακα. Δίχως άλλες πλέον επιλογές, μετά την αποτυχία της ενεργειακής της στρατηγικής, έσπευσε να «αναστήσει» τις λιγνιτικές μονάδες δίνοντας τους επιπλέον ώρες λειτουργίας, βάζοντας στον πάγο το πλάνο της απολιγνιτοποίησης, ελέω της ενεργειακής επάρκειας και ασφάλειας και χωρίς καμία μέριμνα για τη μείωση των αέριων ρύπων του λιγνίτη. Οι συνέπειες αυτής της κοντόφθαλμης στρατηγικής και του ενεργειακού «μπρος-πίσω» μεταφράζεται σε κόστος πολλών εκατομμυρίων για τον ελληνικό λαό μέσα σε μερικούς μόνο μήνες, αλλά και σε αναστολή των μέσων καταπολέμησης της κλιματικής κρίσης, ζημιώνοντας το περιβάλλον και υπονομεύοντας την «πράσινη» μετάβαση.
Η μετάβαση αυτή, δεν μπορεί να διενεργείται σπασμωδικά και με χαρακτηριστικά πρόσκαιρης προσαρμογής σε στόχους και οδηγίες, χωρίς τον απαιτούμενο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Ούτε με ενδιάμεσες λύσεις και στάδια που οδηγούν σε μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση της χώρας από εξωγενείς παραμέτρους. Η ουσιαστική απανθρακοποίηση μπορεί να είναι εφικτή μόνο αν προχωρήσουν με μεγάλη ταχύτητα οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην εξοικονόμηση ενέργειας, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, σε ισχυρά δίκτυα και συστήματα αποθήκευσης, ώστε αυτά να καταστούν αξιόπιστα και ασφαλή. Να ελεγχθεί η ζήτηση, και η παραγωγή ενέργειας μέσω των ανανεώσιμων πηγών να αποτελέσει εργαλείο ανοιχτό και διαθέσιμο σε όλους.
Μόνο έτσι η «πράσινη» ενεργειακή μετάβαση μπορεί να είναι δίκαιη, και η μάχη απέναντι στην κλιματική κρίση αποτελεσματική και συνεπής.