Συνέντευξη στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» - 09/02/2021

Σε λίγους μήνες η κ. Γεννηματά συμπληρώνει έξι χρόνια ως πρόεδρος και εσείς τρία χρόνια ως γραμματέας της πρώτης Κεντρικής Επιτροπής του ΚΙΝΑΛ. Πόσο ικανοποιημένος είστε από το πολιτικό αποτύπωμα του κινήματος;

Η προσπάθεια για τη νέα πορεία της παράταξης μας που ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια, μας βρήκε τότε, δημοκοπικά, στα όρια εισόδου στη βουλή. Από τότε, και σε πολύ δύσκολες συνθήκες, το Κίνημα Αλλαγής, διαμορφώνει σταδιακά μια ενισχυμένη δυναμική που αποτυπώνεται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Και αυτό, στην αρχή, μόνο δεδομένο δεν ήταν. Προφανώς και δεν μας επαρκεί το 8,1% των προηγούμενων εκλογών. Εκπροσωπούμε μια παράταξη με μια τεράστια ιστορική διαδρομή, με σπουδαία πολιτική παρακαταθήκη. Και στόχος μας είναι να πρωταγωνιστήσουμε ξανά. Βήμα-βήμα, χτίζοντας κάθε μέρα μια νέα σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες. Με στάση σοβαρή και αξιόπιστη, και με δεδομένο το ρευστό του πολιτικού σκηνικού, προσωπικά είμαι βέβαιος ότι αυτή η προσπάθεια θα συνεχίσει να αποτυπώνεται και στην περαιτέρω ενίσχυση των κοινωνικών και πολιτικών μας συσχετισμών.


Γιατί πιστεύετε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πιο ελκυστικός στους ψηφοφόρους από το Κίνημα Αλλαγής;

Ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα στην κρίση «καβάλησε» το κύμα της αντίδρασης, του λαϊκισμού, της δημαγωγίας, του ισοπεδωτικού πολιτικού λόγου, της πόλωσης και του διχασμού. Υποσχέθηκε ελπίδα, επενδύοντας στης αγανάκτηση των πολιτών, χτίζοντας έτσι τεχνητά το εκλογικό του ακροατήριο. Η ελπίδα εξανεμίστηκε τάχιστα όμως η διαχείριση της εξουσίας με τρόπο καθεστωτικό και με την αναβίωση του παλαιοκομματικού πλατειασμού δημιούργησε μια πλασματική εικόνα συντήρησης των συσχετισμών του. Σήμερα όμως, είμαστε σε μια διαφορετική πραγματικότητα. Με τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς ιδεολογική ταυτότητα, να μην μπορεί καν να αποφασίσει το ρόλο του και ποιους θέλει να εκπροσωπήσει στο πολιτικό μας σύστημα, είναι σαφές ότι δεν μπορεί ξανά να διαμορφώσει την «αντιδεξιά» συσπείρωση που ευελπιστεί. Κι αυτό φαίνεται και στην καθημερινή πολιτική του παρουσία. Αντίθετα, κάθε μέρα που περνάει, ο δικός μας ισχυρός πολιτικός αυτοπροσδιορισμός, η σαφής στόχευση και η αυτόνομη στρατηγική μας, μας φέρουν πιο κοντά στους προοδευτικούς πολίτες που ψάχνουν ξανά διέξοδο. Γιατί, τελικά, ελκυστικός είναι ο χρήσιμος, όχι ο παρωδικά αρεστός.


Έχετε καταλήξει στην ημερομηνία διεξαγωγής του πολυαναμενόμενου Συνεδρίου του Κινήματος; Και πόσος σίγουρος αισθάνεστε για τη διασφάλιση της ενότητάς του;

Όπως έχουμε επαναλάβει ρητά, το Συνέδριο και όλες οι εσωκομματικές μας διαδικασίες θα πραγματοποιηθούν ακριβώς με τον τρόπο που ορίζει το καταστατικό μας, μέχρι τον Μάρτιο του 2022. Η παράταξη μας, πρωτοστατώντας διαχρονικά σε ζητήματα εσωκομματικής διαδικασίας, έχει αποδείξει ότι ξέρει να συνθέτει διαφορές, να ξεπερνάει διαφωνίες, να παράγει πολιτική, να βγαίνει ενωμένη, ισχυρότερη με νέες κοινωνικές δυνάμεις και συμμαχίες. Είμαι σίγουρος ότι θα το κάνουμε ξανά.


Σε λίγες μέρες, συμπληρώνεται ένας χρόνος από τον εντοπισμό του πρώτου κρούσματος κορονοϊού στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται –τουλάχιστον δημοσκοπικά- να έχει πληγεί. Όμως, η αντιπολίτευση της ασκεί σκληρή κριτική. Μήπως εντέλει η κριτική είναι αυτοσκοπός και η αντιπολίτευση σε διαφορετικό μονοπάτι από την κοινωνία;

Ακριβώς το αντίθετο. Ειδικά όταν απειλείται ευθέως η ζωή χιλιάδων συμπολιτών μας, είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ, μια χρήσιμη και υπεύθυνη αντιπολίτευση για τη χώρα. Που δεν θα παίζει το παιχνίδι του λαϊκισμού και του αντιδραστικού λόγου, αλλά από την άλλη δε θα δίνει και λευκή επιταγή σε περιπτώσεις προβληματικής κυβερνητικής διαχείρισης. Είναι αυτή που σε όλα τα κενά, τις αστοχίες, τα λάθη και τις παραλείψεις, τα αναδεικνύει και παρεμβαίνει πάντα με το δικό της πλαίσιο ρεαλιστικών και τεκμηριωμένων προτάσεων και αντιπροτάσεων. Το κάναμε από την πρώτη μέρα της πανδημίας και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε, προτάσσοντας την αξία της ανθρώπινης ζωής και τις λύσεις στις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης.


Για ποιο λόγο το ΚΙΝΑΛ διαφωνεί με τις προβλέψεις του νέου εκλογικού νόμου για την Τοπική Αυτοδιοίκηση σε ότι αφορά το όριο εκλογής του 43%; Και τι αντιπροτείνει;

Πρώτον, γιατί δεν αντιμετωπίζεται δομικά η ανάγκη για την αναβάθμιση του θεσμού, με στόχο την περιφερειακή διακυβέρνηση, την αποκέντρωση πόρων και αρμοδιοτήτων. Αντ’ αυτού, επιλέγεται μια μηχανιστική προσαρμογή του εκλογικού νόμου που, χωρίς τη διασφάλιση της πλειοψηφικής αντιπροσωπευτικότητας, επιδιώκει την αναπαραγωγή των συσχετισμών της ΝΔ σε Δήμους και Περιφέρειες. Είμαστε υπέρ της κυβερνησιμότητας των ΟΤΑ, αλλά με αρχές που θα αναδεικνύονται από την πλειοψηφία της κοινωνίας, όπως τα εκλογικά μοντέλα που διαχρονικά στήριξε το ΠΑΣΟΚ στην αυτοδιοίκηση. Στην υφιστάμενη συγκυρία, θα μπορούσε να προταχθεί ένα μοντέλο κυλιόμενης πλειοψηφίας που θα αποτυπώνει αναλογικά και κλιμακωτά τους αντίστοιχους πλειοψηφικούς συσχετισμούς στα εκάστοτε όργανα διοίκησης.