Στις 6 Ιανουαρίου, ο κόσμος ολόκληρος παρακολούθησε τις σοκαριστικές εικόνες εισβολής στο σύμβολο της αμερικάνικης δημοκρατίας. Το Καπιτώλιο κατελήφθη, από ένα ετερογενές «τσούρμο» – φαινομενικά περιθωριακών – ορκισμένων και οπλισμένων οπαδών του απερχόμενου Προέδρου Trump, αμφισβητώντας το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα, βάσει του οποίου ο ίδιος, σε λίγες ημέρες, αποχαιρετά οριστικά τον Λευκό Οίκο. Πολυβόλα, σημαίες, στρατιωτικές παραλλαγές, κέρατα ταράνδων, μεταμφιεσμένοι Βίκινγκς και 5 νεκροί, θα μπορούσαν κάλλιστα να συνθέτουν ένα ιδιαίτερα πρωτότυπο σενάριο του Hollywood. Τα είδαμε όμως, σε μία από τις πλέον συμπαγείς δημοκρατίες του πλανήτη.
Και αυτό είναι που μας έκανε να «πέσουμε από τα σύννεφα». Έπρεπε, όμως, όντως να εκπλαγούμε;
Φυσικά και όχι. Γιατί τον «μπροστάρη» Βίκινγκ, δεν τον είδαμε πρώτη φορά στο Καπιτώλιο. Πίσω από τα κέρατα, υπάρχει ένα πρόσωπο γνωστό. Ήταν ο cowboy του Τέξας, που υπερθεμάτιζε για την άνευ όρων οπλοκατοχή ονειρευόμενος, με την πρώτη ευκαιρία, να πάρει στα χέρια του το νόμο. Ήταν ο «περήφανος» λευκός που μισοκοίταζε τον έγχρωμο «ξένο» στην ουρά του φαστφουντάδικου, της τράπεζας, του σουπερμάρκετ. Ήταν αυτός που περίμενε με ανυπομονησία στη συνοριογραμμή του Μεξικό για να βάλει το πρώτο τούβλο στο περίφημο τείχος του Trump. Ήταν ο αμφισβητίας του Obama Care, γιατί δεν ήθελε να πληρώσει ούτε μισό δολάριο από τον «φιλελευθερισμό» του για αυτούς που το έχουν ανάγκη. Που δεν ήθελε τη Χίλαρι γιατί ήταν γυναίκα, που για την κοινωνική του ανισότητα φταίει το σύστημα, το κάθε σύστημα. Που δεν φόρεσε ποτέ τη μάσκα του γιατί δεν πίστευε στον «κινέζικο» ιό, που δεν θα κάνει το εμβόλιο, γιατί η φυλετική ή εθνική του υπεροχή θα αλλοιωθεί από το «τσιπάκι» που θα περνούσε τη βελόνα. Που, γενικά, μην του τα ζαλίζετε και πολύ για τη δημοκρατία, την ανοιχτή κοινωνία, τους θεσμούς, το κράτος δικαίου, γιατί… “we will make America great again”.
Τώρα, λοιπόν, που ανακαλέσαμε τον φέρελπι Βίκινγκ στη μνήμη μας, μας φαντάζει σαν έτοιμος από καιρό για την περίφημη εισβολή. Τι του έλειπε; Η συστηματική νομιμοποίηση δια της ηγεσίας της απαξίωσης των θεσμών, η υποκειμενική ερμηνεία της δημοκρατίας, η περιγραφή του αόρατου εχθρού, ο αντισυστημισμός ως φορέας εθνικοφροσύνης. Και φυσικά, ένας λογαριασμός στο twitter, ως το έναυσμα για την «αντεπίθεση», σε μία κοινωνία πολωμένη, μία χώρα διχασμένη, μία ζωή χτισμένη γύρω από τους 140 χαρακτήρες των social media.
Η καλύτερη συνταγή για το πώς η «αδικία» μετατρέπεται σε αυταρχισμό, η απουσία ρυθμιστικού πλαισίου για την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων σε μισαλλοδοξία, πόλωση και αυτοδικία. Το «laissez faire» της αχανούς παγκοσμιοποίησης στην επαναφορά του αντισυστημικού μεσσιανισμού. Η φοβικότητα για εξέλιξη, πρόοδο και αλλαγές σε αντιδραστικότητα, μίσος, διχασμό, η προσωπική ματαιοδοξία σε δημαγωγία, αγελαία νοοτροπία, μαζοποίηση. Η καλύτερη συνταγή. Και το χειρότερο, μία συνταγή πάντα επίκαιρη.
Και επειδή μπορεί η υπερατλαντική θεσμική αποσάθρωση να μας φαίνεται λίγο μακρινή, ας θυμηθούμε τον δικό μας «Βίκινγκ». Να μουντζώνει τη Βουλή, να επιχειρεί να την παραβιάσει, να ζητάει να καεί, να στήνει κρεμάλες, να λιντσάρει, να κλείνει το μάτι στο Χρυσαυγίτη, στον κουκουλοφόρο, να ονειρεύεται να τους «τελειώσει» για να μην τελειώσει ο ίδιος.
Παντού ευδοκιμούν αυτοί οι «Βίκινγκς». Και αν η απειλή τους σε πολιτικά συστήματα που έχουν αποδείξει διαχρονικά την ακαμψία τους σε εξωγενείς κλυδωνισμούς, με ισχυρούς μηχανισμούς αλληλοελέγχου, θεσμικά εχέγγυα και βαθιά δημοκρατική κουλτούρα, αποδείχθηκε δύσκολα διαχειρίσιμη, πόσο διαχειρίσιμη μπορεί να είναι σε πιο «ανώριμες» δημοκρατίες, που βρίσκονται ακόμα υπό τη θεσμική τους διαμόρφωση και ταλανίζονται από τις παιδικές τους ασθένειες; Για αυτό στον κοινό θεσμικό παρονομαστή οποιασδήποτε πολιτικής αντιπαράθεσης, αυτόν της θεσμικής δημοκρατικής πολιτειακής λειτουργίας, δεν χωρούν αστερίσκοι, ερμηνείες, βαρύγδουπες κορώνες που διχάζουν, πολώνουν, διαμορφώνουν στρατόπεδα και εχθρούς.
Αλλιώς κάποια στιγμή, όπως φάνηκε, ίσως να μην επαρκούν οι αλυσίδες των ΜΑΤ.
Και για αυτό, ο κοινός αυτός παρονομαστής είναι θέμα μόνιμου αγώνα