Ποια πολιτικά συμπεράσματα εξάγετε από την υπόθεση Λιγνάδη και τους κυβερνητικούς χειρισμούς;
Η Υπουργός Πολιτισμού κρίνεται για την επιλογή της στο πρόσωπο του κ. Λιγνάδη, κρίνεται για την πολύ καθυστερημένη αντίδραση της όταν ήρθε η υπόθεση στο φως, και το σημαντικότερο απ’ όλα, κρίνεται για τη διαχείριση της στη συνέντευξη της την περασμένη εβδομάδα. Η δουλειά ενός Υπουργού είναι να μην «εξαπατάται», όπως η ίδια δήλωσε. Προφανώς, με όλους αυτούς τους χειρισμούς, αδυνατεί πλέον να επιτελέσει τον ρόλο της. Υπάρχουν σαφείς πολιτικές ευθύνες και έπρεπε να αναληφθούν.
Φταίει η Υπουργός Πολιτισμού, η οποία πάντως δεν παραιτείται ή ως επικεφαλής της κυβέρνησης ευθύνεται ο Κυριάκος Μητσοτάκης;
Προφανώς ο κάθε Πρωθυπουργός επιλέγει τους Υπουργούς του, και κατά συνέπεια, κρίνεται για τις επιλογές του αυτές. Οι πολιτικές ευθύνες για τα τρία ζητήματα στα οποία αναφέρθηκα πριν, αφορούν την Υπουργό Πολιτισμού. Το γεγονός ότι αυτές δεν έχουν αναληφθεί και βρίσκεται ακόμα στη θέση της, αφορά τον Πρωθυπουργό.
Θα μπορούσε η υπόθεση αυτή να πυροδοτήσει περαιτέρω πολιτικές εξελίξεις; Πιστεύετε ότι έχει αρχίσει η φθορά για τη ΝΔ;
Η φθορά για τη ΝΔ θεωρώ πως έχει αρχίσει εδώ και καιρό. Όχι μόνο φυσικά με την υπόθεση αυτή, αλλά και με βάση τις επιλογές και τους χειρισμούς της σε μια σειρά από ζητήματα, με προεξέχουσα τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Αυτό που δυστυχώς αποδεικνύεται ως κοινός παρονομαστής, είναι η αλαζονεία με την οποία διαχειρίζονται την εξουσία. Μια κυβέρνηση που με τη βοήθεια της επικοινωνιακής της υπερπροπαγάνδας, τα κάνει πάντα όλα «σωστά», αλλά και όταν είναι πασιφανές ότι δεν τα κάνει, για όλα ανακαλύπτονται επικοινωνιακοί ελιγμοί χωρίς ίχνος πολιτικού φιλότιμου και ευθιξίας. Σύντομα θα τα βρουν μπροστά τους.
Από την άλλη πλευρά, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά ούτε το κόμμα σας, το Κίνημα Αλλαγής, φαίνεται να καρπώνονται μέρος από τη δυσαρέσκεια του κόσμου. Πως το ερμηνεύετε;
Νομίζω πως σε περιόδους κρίσης, είναι δύσκολο να εξάγουμε πολιτικά συμπεράσματα για την βραχυπρόθεσμη αποτύπωση των κοινωνικών συσχετισμών. Πόσο μάλλον όταν αυτή συνοδεύεται από τον συντριπτικό τρόπο κυβερνητικής αξιοποίησης των μέσων που διαμορφώνουν την καθημερινή πολιτική ατζέντα. Όταν πατάει πάνω στον χαμηλό πήχη που είχε θέσει η προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά και όταν ο τρόπος διαχείρισης κρίσιμων πολιτικών ζητημάτων από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ με ακραία πόλωση, συνθηματολογία και διχαστικό λόγο, αποπροσανατολίζουν από την ουσία. Δίνουν, έτσι, ανάσες σε μια κυβέρνηση που κάθε φορά που αποτυγχάνει, επικαλείται κυνικά το ερώτημα «γιατί οι άλλοι καλύτεροι ήταν;». Προσωπικά, όμως, πιστεύω ότι στη μεγάλη εικόνα και τη μακροπρόθεσμη ανάγνωση, η υπεύθυνη στάση του Κινήματος Αλλαγής, η χρήσιμη και μαχητική μας αντιπολίτευση, πάντα με τεκμηριωμένο λόγο, προτάσεις και αντιπροτάσεις, θα αρχίσει άμεσα – όπως ήδη δείχνουν και οι τάσεις – να αποτυπώνεται και σε ενισχυμένους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, ικανούς να καλύψουν το μεγάλο κενό που υπάρχει σήμερα στο πολιτικό μας σύστημα.
Θα συζητούσατε μελλοντικά το ενδεχόμενο της προοδευτικής διακυβέρνησης; Με ποιους και πως;
Προσωπικά, αντιλαμβάνομαι την έννοια της προοδευτικής διακυβέρνησης ως ταυτόσημη με το dna το πολιτικού μας χώρου. Προοδευτική, για να εκφράζει την αντίληψη μας για την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων, για την ανοιχτή οικονομία και τις ίσες ευκαιρίες, την ανοιχτή κοινωνία και τα ατομικά δικαιώματα, τη θεσμική λειτουργία του κράτους, τον υγιή πατριωτισμό, την ευρωπαϊκή προοπτική, απέναντι σε κάθε μορφής συντήρηση. Και διακυβέρνηση, γιατί ένας χώρος που έχει μάθει σε όλη του την ιστορική διαδρομή να αναλαμβάνει ευθύνες, να διεκδικεί, να δίνει μάχες και να πετυχαίνει νίκες για όλους εκείνους που επέλεγε να εκπροσωπήσει, δεν μπορεί να αρκείται, απλώς, στο ρόλο μιας στείρας αντιπολίτευσης με λόγο αντιδραστικό και οπισθοδρομικό. Φυσικά, προϋπόθεση γι’ αυτήν, είναι η ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών στο πολιτικό μας σύστημα. Ακριβώς για να μπορεί η δική μας πολιτική και ιδεολογική ατζέντα να είναι στη βάση οποιασδήποτε συζήτησης. Και όποιος θέλει, ακολουθεί.
Συμπληρώνεται ένας χρόνος πανδημίας στην Ελλάδα και παρά την έναρξη των εμβολιασμών το τελευταίο δίμηνο, η κατάσταση παραμένει προβληματική. Τι δεν γίνεται σωστά;
Είναι γεγονός ότι ο αργός ρυθμός εμβολιασμού μεταθέτει την υγειονομική μας «απελευθέρωση» για αρκετούς μήνες αργότερα. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή ακόμα δεν έχουμε «τελειώσει», θέτουμε τρεις βασικές προτεραιότητες. Πρώτον, έστω και καθυστερημένα, στο υγειονομικό σκέλος, αποτελεσματικότερος σχεδιασμός των τεστ, καλύτερη ιχνηλάτηση, ενίσχυση του ΕΣΥ και έμπρακτη στήριξη των λειτουργών του. Δεύτερον, στο σκέλος των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της κρίσης, αλλαγή της στρατηγικής των οριζόντιων μέτρων καθολικής εφαρμογής, στεγανοποίηση νομών και νησιών και εξειδικευμένα μέτρα μετά από μαζικά τεστ, για το ασφαλές άνοιγμα της οικονομίας και της κοινωνικής δραστηριότητας. Πάντα, με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εμπροσθοβαρούς οικονομικής στήριξης όσων έχουν πληγεί από την κρίση. Τρίτον, εντατικοποίηση των εμβολιασμών με ολοκλήρωση του σχεδιασμού για τα εμβολιαστικά κέντρα, διαφανείς διαδικασίες και πρόταξη των ευπαθών ομάδων πέραν των ηλικιακών κριτηρίων. Απέναντι στις διαρκείς παλινωδίες και ανακολουθίες, αλλά και στη στρατηγική του «βλέποντας και κάνοντας», χρειάζεται τώρα ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που θα επαναφέρει την ελπίδα ότι οι κόποι και οι θυσίες μας δε θα πάνε χαμένοι.